διαισθητικότητα

διαισθητικότητα
η
η ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα που έχει κάποιος να διαισθάνεται: Τον έσωσε η διαισθητικότητά του κι έτσι απόφυγε τον κίνδυνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαισθητικότητα — η [διαισθητικός] 1. η ιδιότητα τού διαισθητικού 2. ικανότητα διαίσθησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”