- διαισθητικότητα
- ηη ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα που έχει κάποιος να διαισθάνεται: Τον έσωσε η διαισθητικότητά του κι έτσι απόφυγε τον κίνδυνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.